τριίστιος

τριίστιος
-α, -ο, Ν
1. ναυτ. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις ιστούς, τρικάταρτος
2. το ουδ. ως ουσ. το τριίστιο
ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο με τρεις κύριους ιστούς, αλλ. τρικάταρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -ίστιος (< ιστίο), πρβλ. δι-ίστιος. Το επίθ., στον λόγιο τ. τού ουδ. τριίστιον, μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Όμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρικάταρτος — η, ο, Ν 1. (για πλοίο) αυτός που έχει τρία κατάρτια, τριίστιος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρικάταρτο ναυτ. το τριίστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κατάρτι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”